Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διοδοιπορέω
δίοδος
Διόθεν
διοίγνυμι
δίοιδα
διοιδέω
διοικέω
διοίκησις
διοικίζω
διοικισμός
διοικοδομέω
διοιστέος
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλυμι
διομαλίζω
Διομειαλαζών
Διομήδειος
View word page
διοικοδομέω
διοικοδομέω fut. ήσω to build across, wall off, Thuc.

ShortDef

to build across, wall off

Debugging

Headword:
διοικοδομέω
Headword (normalized):
διοικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
διοικοδομεω
IDX:
8486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8489
Key:
dioikodome/w

Data

{'content': 'διοικοδομέω\n fut. ήσω\n to build across, wall off, Thuc.', 'key': 'dioikodome/w'}