Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διοδεύω
διοδοιπορέω
δίοδος
Διόθεν
διοίγνυμι
δίοιδα
διοιδέω
διοικέω
διοίκησις
διοικίζω
διοικισμός
διοικοδομέω
διοιστέος
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλυμι
διομαλίζω
Διομειαλαζών
View word page
διοικισμός
διοικισμός from διοικίζω διοικισμός, ὁ, a dispersion, Plut.

ShortDef

a dispersion

Debugging

Headword:
διοικισμός
Headword (normalized):
διοικισμός
Headword (normalized/stripped):
διοικισμος
IDX:
8485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8488
Key:
dioikismo/s

Data

{'content': 'διοικισμός\n from διοικίζω\n διοικισμός, ὁ,\n a dispersion, Plut.', 'key': 'dioikismo/s'}