Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Διογενέτωρ
διογενής
διοδεύω
διοδοιπορέω
δίοδος
Διόθεν
διοίγνυμι
δίοιδα
διοιδέω
διοικέω
διοίκησις
διοικίζω
διοικισμός
διοικοδομέω
διοιστέος
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλυμι
View word page
διοίκησις
διοίκησις from διοικέω διοίκησις, εως government, administration, τῆς πόλεως Plat., etc.; esp. the treasury-department, Dem.; ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως the controller, treasurer, ap. Dem. one of the lesser Roman provinces, Cic. as an Eccles. division, a diocese.

ShortDef

government, administration

Debugging

Headword:
διοίκησις
Headword (normalized):
διοίκησις
Headword (normalized/stripped):
διοικησις
IDX:
8483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8486
Key:
dioi/khsis

Data

{'content': 'διοίκησις\n from διοικέω\n διοίκησις, εως\n government, administration, τῆς πόλεως Plat., etc.; esp. the treasury-department, Dem.; ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως the controller, treasurer, ap. Dem.\n one of the lesser Roman provinces, Cic.\n as an Eccles. division, a diocese.', 'key': 'dioi/khsis'}