Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δινωτός
Διόβολος
Διογενέτωρ
διογενής
διοδεύω
διοδοιπορέω
δίοδος
Διόθεν
διοίγνυμι
δίοιδα
διοιδέω
διοικέω
διοίκησις
διοικίζω
διοικισμός
διοικοδομέω
διοιστέος
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
View word page
διοιδέω
διοιδέω fut. ήσω strengthd. for οἰδέω Luc.
ShortDef
swell with anger, be in a ferment
Debugging
Headword:
διοιδέω
Headword (normalized):
διοιδέω
Headword (normalized/stripped):
διοιδεω
IDX:
8481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8484
Key:
dioide/w
Data
{'content': 'διοιδέω\n fut. ήσω\n strengthd. for οἰδέω Luc.', 'key': 'dioide/w'}