Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δινώδης
δίνω
δινωτός
Διόβολος
Διογενέτωρ
διογενής
διοδεύω
διοδοιπορέω
δίοδος
Διόθεν
διοίγνυμι
δίοιδα
διοιδέω
διοικέω
διοίκησις
διοικίζω
διοικισμός
διοικοδομέω
διοιστέος
διοϊστεύω
διοιχνέω
View word page
διοίγνυμι
διοίγνυμι fut. ξω οίγω διοίγω Soph., Eur. to open, Ar., Soph., Eur.

ShortDef

to open

Debugging

Headword:
διοίγνυμι
Headword (normalized):
διοίγνυμι
Headword (normalized/stripped):
διοιγνυμι
IDX:
8479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8483
Key:
dioi/gnumi

Data

{'content': 'διοίγνυμι\n fut. ξω\n οίγω\n διοίγω Soph., Eur.\n to open, Ar., Soph., Eur.', 'key': 'dioi/gnumi'}