Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δῖνος
δινώδης
δίνω
δινωτός
Διόβολος
Διογενέτωρ
διογενής
διοδεύω
διοδοιπορέω
δίοδος
Διόθεν
διοίγνυμι
δίοιδα
διοιδέω
διοικέω
διοίκησις
διοικίζω
διοικισμός
διοικοδομέω
διοιστέος
διοϊστεύω
View word page
Διόθεν
Διόθεν adverbΔιός, gen. of Ζεύς adv. sent from Zeus, by his will or favour, Il., Trag.
ShortDef
sent from Zeus, by his will
Debugging
Headword:
Διόθεν
Headword (normalized):
διόθεν
Headword (normalized/stripped):
διοθεν
IDX:
8478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8482
Key:
*dio/qen
Data
{'content': 'Διόθεν\nadverbΔιός, gen. of Ζεύς\n adv. sent from Zeus, by his will or favour, Il., Trag.', 'key': '*dio/qen'}