Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δινητός
δῖνος
δινώδης
δίνω
δινωτός
Διόβολος
Διογενέτωρ
διογενής
διοδεύω
διοδοιπορέω
δίοδος
Διόθεν
διοίγνυμι
δίοιδα
διοιδέω
διοικέω
διοίκησις
διοικίζω
διοικισμός
διοικοδομέω
διοιστέος
View word page
δίοδος
δίοδος -ου, ἡ, a way through, thoroughfare, passage, Hdt., etc.; ἄστρων δίοδοι their pathways, Aesch.; δ. αἰτεῖσθαι, to demand a passport or safe-conduct, Ar.

ShortDef

a way through, thoroughfare, passage

Debugging

Headword:
δίοδος
Headword (normalized):
δίοδος
Headword (normalized/stripped):
διοδος
IDX:
8477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8481
Key:
di/odos

Data

{'content': 'δίοδος\n -ου, ἡ, \n a way through, thoroughfare, passage, Hdt., etc.; ἄστρων δίοδοι their pathways, Aesch.; δ. αἰτεῖσθαι, to demand a passport or safe-conduct, Ar.', 'key': 'di/odos'}