Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δινήεις
δίνη
δινητός
δῖνος
δινώδης
δίνω
δινωτός
Διόβολος
Διογενέτωρ
διογενής
διοδεύω
διοδοιπορέω
δίοδος
Διόθεν
διοίγνυμι
δίοιδα
διοιδέω
διοικέω
διοίκησις
διοικίζω
διοικισμός
View word page
διοδεύω
διοδεύω fut. σω to travel through, c. acc., Plut.

ShortDef

to travel through

Debugging

Headword:
διοδεύω
Headword (normalized):
διοδεύω
Headword (normalized/stripped):
διοδευω
IDX:
8475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8479
Key:
diodeu/w

Data

{'content': 'διοδεύω\n fut. σω\n to travel through, c. acc., Plut.', 'key': 'diodeu/w'}