Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δινεύω
δινήεις
δίνη
δινητός
δῖνος
δινώδης
δίνω
δινωτός
Διόβολος
Διογενέτωρ
διογενής
διοδεύω
διοδοιπορέω
δίοδος
Διόθεν
διοίγνυμι
δίοιδα
διοιδέω
διοικέω
διοίκησις
διοικίζω
View word page
διογενής
διογενής διογενής, ές γίγνομαι sprung from Zeus, of kings and princes, ordained and upheld by Zeus, Hom.; of gods, Trag.

ShortDef

sprung from Zeus

Debugging

Headword:
διογενής
Headword (normalized):
διογενής
Headword (normalized/stripped):
διογενης
IDX:
8474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8478
Key:
diogenh/s

Data

{'content': 'διογενής\n διογενής, ές\n γίγνομαι\n sprung from Zeus, of kings and princes, ordained and upheld by Zeus, Hom.; of gods, Trag.', 'key': 'diogenh/s'}