Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διμοιρία
δίμοιρος
δίνευμα
δινεύω
δινήεις
δίνη
δινητός
δῖνος
δινώδης
δίνω
δινωτός
Διόβολος
Διογενέτωρ
διογενής
διοδεύω
διοδοιπορέω
δίοδος
Διόθεν
διοίγνυμι
δίοιδα
διοιδέω
View word page
δινωτός
δινωτός , η ον, as if from δινόω turned, rounded, Hom.; νώροπι χαλκῷ δινωτήν [sc. ἀσπίδα covered all round with brazen plates, Il.

ShortDef

turned, rounded

Debugging

Headword:
δινωτός
Headword (normalized):
δινωτός
Headword (normalized/stripped):
δινωτος
IDX:
8471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8475
Key:
dinwto/s

Data

{'content': 'δινωτός\n , η ον, \n as if from δινόω\n turned, rounded, Hom.; νώροπι χαλκῷ δινωτήν [sc. ἀσπίδα covered all round with brazen plates, Il.', 'key': 'dinwto/s'}