Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δίλοφος
διμναῖος
διμοιρία
δίμοιρος
δίνευμα
δινεύω
δινήεις
δίνη
δινητός
δῖνος
δινώδης
δίνω
δινωτός
Διόβολος
Διογενέτωρ
διογενής
διοδεύω
διοδοιπορέω
δίοδος
Διόθεν
διοίγνυμι
View word page
δινώδης
δινώδης , ες, εἶδος eddying; τὰ δινώδη eddies, Plut.

ShortDef

eddying

Debugging

Headword:
δινώδης
Headword (normalized):
δινώδης
Headword (normalized/stripped):
δινωδης
IDX:
8469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8473
Key:
dinw/dhs

Data

{'content': 'δινώδης\n , ες, \n εἶδος\n eddying; τὰ δινώδη eddies, Plut.', 'key': 'dinw/dhs'}