Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δίλογχος
δίλοφος
διμναῖος
διμοιρία
δίμοιρος
δίνευμα
δινεύω
δινήεις
δίνη
δινητός
δῖνος
δινώδης
δίνω
δινωτός
Διόβολος
Διογενέτωρ
διογενής
διοδεύω
διοδοιπορέω
δίοδος
Διόθεν
View word page
δῖνος
δῖνος δῖνος, ὁ, a whirling, rotation, Ar. a round area, where oxen trod out the corn, a threshing-floor, Xen. a large round goblet, Ar.
ShortDef
a whirling, rotation; eddy, vertigo, threshing floor, round goblet
Debugging
Headword:
δῖνος
Headword (normalized):
δῖνος
Headword (normalized/stripped):
δινος
IDX:
8468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8472
Key:
di=nos
Data
{'content': 'δῖνος\n δῖνος, ὁ,\n a whirling, rotation, Ar.\n a round area, where oxen trod out the corn, a threshing-floor, Xen.\n a large round goblet, Ar.', 'key': 'di=nos'}