Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δίλογος
δίλογχος
δίλοφος
διμναῖος
διμοιρία
δίμοιρος
δίνευμα
δινεύω
δινήεις
δίνη
δινητός
δῖνος
δινώδης
δίνω
δινωτός
Διόβολος
Διογενέτωρ
διογενής
διοδεύω
διοδοιπορέω
δίοδος
View word page
δινητός
δινητός δῑνητός, ή, όν δινέω whirled round, Anth.

ShortDef

whirled round

Debugging

Headword:
δινητός
Headword (normalized):
δινητός
Headword (normalized/stripped):
δινητος
IDX:
8467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8471
Key:
dinhto/s

Data

{'content': 'δινητός\n δῑνητός, ή, όν\n δινέω\n whirled round, Anth.', 'key': 'dinhto/s'}