Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἴνιγμα
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτήριος
αἰνικτός
αἰνίσσομαι
αἰνοβίας
αἰνόγαμος
αἰνόθεν
αἰνόθρυπτος
αἰνολαμπής
αἰνόλεκτρος
αἰνολέων
αἰνόλινος
αἰνόλυκος
αἰνόμορος
αἰνοπαθής
Αἰνόπαρις
αἰνοπάτηρ
αἰνός
View word page
αἰνόθρυπτος
αἰνόθρυπτος θρύπτω sadly enervated, Theocr.

ShortDef

sadly enervated (cf αἰνόδρυπτος)

Debugging

Headword:
αἰνόθρυπτος
Headword (normalized):
αἰνόθρυπτος
Headword (normalized/stripped):
αινοθρυπτος
IDX:
846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n846
Key:
ai)no/qruptos

Data

{'content': 'αἰνόθρυπτος\n θρύπτω\n sadly enervated, Theocr.', 'key': 'ai)no/qruptos'}