Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δικτατορία
δικτάτωρ
δικτυβολέω
δικτυβόλος
Δίκτυννα
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δικτυόομαι
δίκτυς
δικωπία
δίκωπος
διλογέω
διλογία
δίλογος
δίλογχος
δίλοφος
διμναῖος
διμοιρία
δίμοιρος
δίνευμα
δινεύω
View word page
δίκωπος
δίκωπος δί-κωπος, ον δίς, κώπη two-oared, σκάφος Eur.

ShortDef

two-oared

Debugging

Headword:
δίκωπος
Headword (normalized):
δίκωπος
Headword (normalized/stripped):
δικωπος
IDX:
8454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8458
Key:
di/kwpos

Data

{'content': 'δίκωπος\n δί-κωπος, ον\n δίς, κώπη\n two-oared, σκάφος Eur.', 'key': 'di/kwpos'}