Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δίκροτος
δικτατορία
δικτάτωρ
δικτυβολέω
δικτυβόλος
Δίκτυννα
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δικτυόομαι
δίκτυς
δικωπία
δίκωπος
διλογέω
διλογία
δίλογος
δίλογχος
δίλοφος
διμναῖος
διμοιρία
δίμοιρος
δίνευμα
View word page
δικωπία
δικωπία δικωπία, ἡ, a pair of sculls, Luc. from δίκωπος
ShortDef
a pair of sculls
Debugging
Headword:
δικωπία
Headword (normalized):
δικωπία
Headword (normalized/stripped):
δικωπια
IDX:
8453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8457
Key:
dikwpi/a
Data
{'content': 'δικωπία\n δικωπία, ἡ,\n a pair of sculls, Luc.\n from δίκωπος', 'key': 'dikwpi/a'}