Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δικρατής
δίκροος
δίκροτος
δικτατορία
δικτάτωρ
δικτυβολέω
δικτυβόλος
Δίκτυννα
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δικτυόομαι
δίκτυς
δικωπία
δίκωπος
διλογέω
διλογία
δίλογος
δίλογχος
δίλοφος
διμναῖος
διμοιρία
View word page
δικτυόομαι
δικτυόομαι Pass. to be caught in a net, Babr.

ShortDef

to be caught in a net

Debugging

Headword:
δικτυόομαι
Headword (normalized):
δικτυόομαι
Headword (normalized/stripped):
δικτυοομαι
IDX:
8451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8455
Key:
diktuo/omai

Data

{'content': 'δικτυόομαι\n Pass. to be caught in a net, Babr.', 'key': 'diktuo/omai'}