Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δίκρανον
δικρατής
δίκροος
δίκροτος
δικτατορία
δικτάτωρ
δικτυβολέω
δικτυβόλος
Δίκτυννα
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δικτυόομαι
δίκτυς
δικωπία
δίκωπος
διλογέω
διλογία
δίλογος
δίλογχος
δίλοφος
διμναῖος
View word page
δίκτυον
δίκτυον δίκτυον, ου, τό, δικεῖν a casting-net, a net, Od., Aesch.: a hunting-net, Hdt., Ar.:—metaph., δ. ἄτης, Ἅιδου Aesch.

ShortDef

a casting-net, a net

Debugging

Headword:
δίκτυον
Headword (normalized):
δίκτυον
Headword (normalized/stripped):
δικτυον
IDX:
8450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8454
Key:
di/ktuon

Data

{'content': 'δίκτυον\n δίκτυον, ου, τό,\n δικεῖν\n a casting-net, a net, Od., Aesch.: a hunting-net, Hdt., Ar.:—metaph., δ. ἄτης, Ἅιδου Aesch.', 'key': 'di/ktuon'}