Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δικλίς
δικογραφία
δικολόγος
δικορραφέω
δικορράφος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δίκρανον
δικρατής
δίκροος
δίκροτος
δικτατορία
δικτάτωρ
δικτυβολέω
δικτυβόλος
Δίκτυννα
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δικτυόομαι
δίκτυς
δικωπία
View word page
δίκροτος
δίκροτος δί-κροτος, ον double-beating, κῶπαι Eur. of ships, double-oared or with two banks of oars, Xen. δ. ἁμαξιτός a road for two cars, Eur.
ShortDef
double-beating, with just two banks of oars manned
Debugging
Headword:
δίκροτος
Headword (normalized):
δίκροτος
Headword (normalized/stripped):
δικροτος
IDX:
8443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8447
Key:
di/krotos
Data
{'content': 'δίκροτος\n δί-κροτος, ον\n double-beating, κῶπαι Eur.\n of ships, double-oared or with two banks of oars, Xen.\n δ. ἁμαξιτός a road for two cars, Eur.', 'key': 'di/krotos'}