Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δικέραιος
δίκερως
δίκη
δικηφόρος
δικίδιον
δικλίς
δικογραφία
δικολόγος
δικορραφέω
δικορράφος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δίκρανον
δικρατής
δίκροος
δίκροτος
δικτατορία
δικτάτωρ
δικτυβολέω
δικτυβόλος
Δίκτυννα
View word page
δικόρυμβος
δικόρυμβος δῐ-κόρυμβος, ον two-pointed, two-peaked, Luc.

ShortDef

two-pointed, two-peaked

Debugging

Headword:
δικόρυμβος
Headword (normalized):
δικόρυμβος
Headword (normalized/stripped):
δικορυμβος
IDX:
8438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8442
Key:
diko/rumbos

Data

{'content': 'δικόρυμβος\n δῐ-κόρυμβος, ον\n two-pointed, two-peaked, Luc.', 'key': 'diko/rumbos'}