Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δικελλίτης
δικέραιος
δίκερως
δίκη
δικηφόρος
δικίδιον
δικλίς
δικογραφία
δικολόγος
δικορραφέω
δικορράφος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δίκρανον
δικρατής
δίκροος
δίκροτος
δικτατορία
δικτάτωρ
δικτυβολέω
δικτυβόλος
View word page
δικορράφος
δικορράφος δῐκορ-ράφος (ᾰ), ὁ, ῥάπτω a pettifogger.

ShortDef

a pettifogger

Debugging

Headword:
δικορράφος
Headword (normalized):
δικορράφος
Headword (normalized/stripped):
δικορραφος
IDX:
8437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8441
Key:
dikorra/fos

Data

{'content': 'δικορράφος\n δῐκορ-ράφος (ᾰ), ὁ,\n ῥάπτω\n a pettifogger.', 'key': 'dikorra/fos'}