Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικάστρια
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέραιος
δίκερως
δίκη
δικηφόρος
δικίδιον
δικλίς
δικογραφία
δικολόγος
δικορραφέω
δικορράφος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δίκρανον
δικρατής
View word page
δικηφόρος
δικηφόρος δῐκη-φόρος, ον φέρω bringing justice, avenging, Ζεύς Aesch.; ἡμέρα δ. the day of vengeance, Aesch.:—as Subst. an avenger, Aesch.
ShortDef
bringing justice, avenging
Debugging
Headword:
δικηφόρος
Headword (normalized):
δικηφόρος
Headword (normalized/stripped):
δικηφορος
IDX:
8431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8435
Key:
dikhfo/ros
Data
{'content': 'δικηφόρος\n δῐκη-φόρος, ον\n φέρω\n bringing justice, avenging, Ζεύς Aesch.; ἡμέρα δ. the day of vengeance, Aesch.:—as Subst. an avenger, Aesch.', 'key': 'dikhfo/ros'}