Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δικάρηνος
δικασπόλος
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικάστρια
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέραιος
δίκερως
δίκη
δικηφόρος
δικίδιον
δικλίς
δικογραφία
δικολόγος
δικορραφέω
δικορράφος
δικόρυμβος
δικόρυφος
View word page
δίκερως
δίκερως δί-κερως, ωτος, κέρας two-horned, Hhymn.

ShortDef

two-horned

Debugging

Headword:
δίκερως
Headword (normalized):
δίκερως
Headword (normalized/stripped):
δικερως
IDX:
8429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8433
Key:
di/kerws

Data

{'content': 'δίκερως\n δί-κερως, ωτος,\n κέρας\n two-horned, Hhymn.', 'key': 'di/kerws'}