Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δικαιωτήριον
δικανικός
δικάρηνος
δικασπόλος
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικάστρια
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέραιος
δίκερως
δίκη
δικηφόρος
δικίδιον
δικλίς
δικογραφία
δικολόγος
δικορραφέω
δικορράφος
View word page
δικελλίτης
δικελλίτης δῐκελλ_ίτης, ου, from δίκελλα a digger, Luc.
ShortDef
a digger
Debugging
Headword:
δικελλίτης
Headword (normalized):
δικελλίτης
Headword (normalized/stripped):
δικελλιτης
IDX:
8427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8431
Key:
dikelli/ths
Data
{'content': 'δικελλίτης\n δῐκελλ_ίτης, ου,\n from δίκελλα\n a digger, Luc.', 'key': 'dikelli/ths'}