Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικανικός
δικάρηνος
δικασπόλος
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικάστρια
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέραιος
δίκερως
δίκη
δικηφόρος
δικίδιον
δικλίς
δικογραφία
δικολόγος
δικορραφέω
View word page
δίκελλα
δίκελλα δί-κελλα (ῐ), ης, ἡ, δίς, κέλλω a mattock, a two-pronged hoe, Soph., Eur.

ShortDef

a mattock, a two-pronged hoe

Debugging

Headword:
δίκελλα
Headword (normalized):
δίκελλα
Headword (normalized/stripped):
δικελλα
IDX:
8426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8430
Key:
di/kella

Data

{'content': 'δίκελλα\n δί-κελλα (ῐ), ης, ἡ,\n δίς, κέλλω\n a mattock, a two-pronged hoe, Soph., Eur.', 'key': 'di/kella'}