Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δικαιοσύνη
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικανικός
δικάρηνος
δικασπόλος
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικάστρια
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέραιος
δίκερως
δίκη
δικηφόρος
δικίδιον
δικλίς
View word page
δικαστικός
δικαστικός from δῐκαστής δῐκαστικός, ή, όν of or for law or trials, practised in them, Xen. as Subst., τὸ δ. the jurorʼs fee, at first one obol, then three obols, Ar.

ShortDef

of or for law or trials, practised in them

Debugging

Headword:
δικαστικός
Headword (normalized):
δικαστικός
Headword (normalized/stripped):
δικαστικος
IDX:
8423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8427
Key:
dikastiko/s

Data

{'content': 'δικαστικός\n from δῐκαστής\n δῐκαστικός, ή, όν\n of or for law or trials, practised in them, Xen.\n as Subst., τὸ δ. the jurorʼs fee, at first one obol, then three obols, Ar.', 'key': 'dikastiko/s'}