Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δικαιοπραγία
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικανικός
δικάρηνος
δικασπόλος
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικάστρια
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέραιος
δίκερως
δίκη
δικηφόρος
View word page
δικαστήριον
δικαστήριον δῐκαστήριον, ου, τό, δικάζω a court of justice, Hdt., Ar., etc.: —ὑπὸ δ. ἄγειν, ὑπάγειν τινά Hdt.; εἰς δ. ἄγειν Plat. the court, i. e. the judges, Ar., Dem.
ShortDef
a court of justice
Debugging
Headword:
δικαστήριον
Headword (normalized):
δικαστήριον
Headword (normalized/stripped):
δικαστηριον
IDX:
8421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8425
Key:
dikasth/rion
Data
{'content': 'δικαστήριον\n δῐκαστήριον, ου, τό,\n δικάζω\n a court of justice, Hdt., Ar., etc.: —ὑπὸ δ. ἄγειν, ὑπάγειν τινά Hdt.; εἰς δ. ἄγειν Plat.\n the court, i. e. the judges, Ar., Dem.', 'key': 'dikasth/rion'}