Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δικαιοπράγημα
δικαιοπραγία
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικανικός
δικάρηνος
δικασπόλος
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικάστρια
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέραιος
δίκερως
δίκη
View word page
δικασπόλος
δικασπόλος δῐκασ-πόλος, ὁ, πολέω one who administers law, a judge, Hom.
ShortDef
one who administers law, a judge
Debugging
Headword:
δικασπόλος
Headword (normalized):
δικασπόλος
Headword (normalized/stripped):
δικασπολος
IDX:
8420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8424
Key:
dikaspo/los
Data
{'content': 'δικασπόλος\n δῐκασ-πόλος, ὁ,\n πολέω\n one who administers law, a judge, Hom.', 'key': 'dikaspo/los'}