Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
δικαιοπραγία
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικανικός
δικάρηνος
δικασπόλος
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικάστρια
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέραιος
δίκερως
View word page
δικάρηνος
δικάρηνος δῐ-κάρηνος, ον two-headed, (δίς, κάρηνον) Batr., Anth.
ShortDef
two-headed
Debugging
Headword:
δικάρηνος
Headword (normalized):
δικάρηνος
Headword (normalized/stripped):
δικαρηνος
IDX:
8419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8423
Key:
dika/rhnos
Data
{'content': 'δικάρηνος\n δῐ-κάρηνος, ον\n two-headed, (δίς, κάρηνον) Batr., Anth.', 'key': 'dika/rhnos'}