Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δικαιολογέομαι
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
δικαιοπραγία
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικανικός
δικάρηνος
δικασπόλος
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικάστρια
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
View word page
δικαιωτήριον
δικαιωτήριον δῐκαιωτήριον, ου, τό, δικαιόω a house of correction, Plat.
ShortDef
a house of correction
Debugging
Headword:
δικαιωτήριον
Headword (normalized):
δικαιωτήριον
Headword (normalized/stripped):
δικαιωτηριον
IDX:
8417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8421
Key:
dikaiwth/rion
Data
{'content': 'δικαιωτήριον\n δῐκαιωτήριον, ου, τό,\n δικαιόω\n a house of correction, Plat.', 'key': 'dikaiwth/rion'}