δικαιωτήριον
δικαιωτήριον
δῐκαιωτήριον, ου, τό,
δικαιόω
a house of correction, Plat.
{
"content": "δικαιωτήριον\n δῐκαιωτήριον, ου, τό,\n δικαιόω\n a house of correction, Plat.",
"key": "dikaiwth/rion"
}