Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δικαιοκρισία
δικαιολογέομαι
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
δικαιοπραγία
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικανικός
δικάρηνος
δικασπόλος
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικάστρια
δικεῖν
δίκελλα
View word page
δικαίωσις
δικαίωσις εως, ἡ, a setting right, doing justice to: punishment, Thuc. a deeming righteous, justification, NTest. a demand of right or as of right, a just claim, Thuc. judgment of what is right, Thuc.

ShortDef

a setting right, doing justice to: punishment

Debugging

Headword:
δικαίωσις
Headword (normalized):
δικαίωσις
Headword (normalized/stripped):
δικαιωσις
IDX:
8416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8420
Key:
dikai/wsis

Data

{'content': 'δικαίωσις\n εως, ἡ, \n a setting right, doing justice to: punishment, Thuc.\n a deeming righteous, justification, NTest.\n a demand of right or as of right, a just claim, Thuc.\n judgment of what is right, Thuc.', 'key': 'dikai/wsis'}