Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δικάζω
δικαιοκρισία
δικαιολογέομαι
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
δικαιοπραγία
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικανικός
δικάρηνος
δικασπόλος
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικάστρια
δικεῖν
View word page
δικαίωμα
δικαίωμα -ματος, τό, from δῐκαιόω an act by which wrong is set right: —a judgment, punishment, penalty, Plat. a plea of right, Thuc.: justification, NTest.: and an ordinance, decree, NTest.

ShortDef

an act by which wrong is set right

Debugging

Headword:
δικαίωμα
Headword (normalized):
δικαίωμα
Headword (normalized/stripped):
δικαιωμα
IDX:
8415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8419
Key:
dikai/wma

Data

{'content': 'δικαίωμα\n -ματος, τό, \n from δῐκαιόω\n an act by which wrong is set right: —a judgment, punishment, penalty, Plat.\n a plea of right, Thuc.: justification, NTest.: and\n an ordinance, decree, NTest.', 'key': 'dikai/wma'}