Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Διιτρεφής
δικάζω
δικαιοκρισία
δικαιολογέομαι
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
δικαιοπραγία
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικανικός
δικάρηνος
δικασπόλος
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικάστρια
View word page
δικαιόω
δικαιόω from δίκαιος to set right: Pass., δικαιωθείς proved, tested, Aesch. to hold or deem right, think fit, demand, c. inf., Hdt., etc.; inf. omitted, as οὕτω δικαιοῦν (sc. γενέσθαι) Hdt.:— to consent, δουλεύειν Hdt.; οὐ δ. to refuse, Thuc.:—c. acc. pers. et inf. to desire one to do, Hdt. to do a man right or justice, to judge, i. e., to condemn, Thuc.: to chastise, punish, Hdt. to deem righteous, justify, NTest.

ShortDef

to set right

Debugging

Headword:
δικαιόω
Headword (normalized):
δικαιόω
Headword (normalized/stripped):
δικαιοω
IDX:
8414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8418
Key:
dikaio/w

Data

{'content': 'δικαιόω\n from δίκαιος\n to set right: Pass., δικαιωθείς proved, tested, Aesch.\n to hold or deem right, think fit, demand, c. inf., Hdt., etc.; inf. omitted, as οὕτω δικαιοῦν (sc. γενέσθαι) Hdt.:— to consent, δουλεύειν Hdt.; οὐ δ. to refuse, Thuc.:—c. acc. pers. et inf. to desire one to do, Hdt.\n to do a man right or justice, to judge, i. e.,\n to condemn, Thuc.: to chastise, punish, Hdt.\n to deem righteous, justify, NTest.', 'key': 'dikaio/w'}