Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διΐστημι
διϊσχυρίζομαι
διιτέος
Διιτρεφής
δικάζω
δικαιοκρισία
δικαιολογέομαι
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
δικαιοπραγία
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικανικός
δικάρηνος
δικασπόλος
δικαστήριον
View word page
δικαιοπραγία
δικαιοπραγία δῐκαιοπρᾱγία, ἡ, from δῐκαιοπρᾱγέω just or honest dealing, Arist.
ShortDef
just
Debugging
Headword:
δικαιοπραγία
Headword (normalized):
δικαιοπραγία
Headword (normalized/stripped):
δικαιοπραγια
IDX:
8411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8415
Key:
dikaiopragi/a
Data
{'content': 'δικαιοπραγία\n δῐκαιοπρᾱγία, ἡ,\n from δῐκαιοπρᾱγέω\n just or honest dealing, Arist.', 'key': 'dikaiopragi/a'}