Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διιστέος
διΐστημι
διϊσχυρίζομαι
διιτέος
Διιτρεφής
δικάζω
δικαιοκρισία
δικαιολογέομαι
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
δικαιοπραγία
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικανικός
δικάρηνος
δικασπόλος
View word page
δικαιοπράγημα
δικαιοπράγημα δῐκαιοπράγημα, ατος, τό, from δῐκαιοπρᾱγέω a just or honest act, Arist.
ShortDef
a just or righteous action
Debugging
Headword:
δικαιοπράγημα
Headword (normalized):
δικαιοπράγημα
Headword (normalized/stripped):
δικαιοπραγημα
IDX:
8410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8414
Key:
dikaiopra/ghma
Data
{'content': 'δικαιοπράγημα\n δῐκαιοπράγημα, ατος, τό,\n from δῐκαιοπρᾱγέω\n a just or honest act, Arist.', 'key': 'dikaiopra/ghma'}