δικαιοπράγημα
δικαιοπράγημα
δῐκαιοπράγημα, ατος, τό,
from δῐκαιοπρᾱγέω
a just or honest act, Arist.
{
"content": "δικαιοπράγημα\n δῐκαιοπράγημα, ατος, τό,\n from δῐκαιοπρᾱγέω\n a just or honest act, Arist.",
"key": "dikaiopra/ghma"
}