Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Διιπετής
διιστέος
διΐστημι
διϊσχυρίζομαι
διιτέος
Διιτρεφής
δικάζω
δικαιοκρισία
δικαιολογέομαι
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
δικαιοπραγία
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικανικός
δικάρηνος
View word page
δικαιοπραγέω
δικαιοπραγέω to act honestly, Arist.
ShortDef
to act honestly
Debugging
Headword:
δικαιοπραγέω
Headword (normalized):
δικαιοπραγέω
Headword (normalized/stripped):
δικαιοπραγεω
IDX:
8409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8413
Key:
dikaioprage/w
Data
{'content': 'δικαιοπραγέω\n to act honestly, Arist.', 'key': 'dikaioprage/w'}