Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Δίϊος
Διιπετής
Διιπετής
διιστέος
διΐστημι
διϊσχυρίζομαι
διιτέος
Διιτρεφής
δικάζω
δικαιοκρισία
δικαιολογέομαι
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
δικαιοπραγία
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
View word page
δικαιολογέομαι
δικαιολογέομαι λόγος Dep. to plead oneʼs cause before the judge, Aeschin. in Act., οἱ δικαιολογοῦντες advocates, Luc.
ShortDef
to plead one's cause before the judge
Debugging
Headword:
δικαιολογέομαι
Headword (normalized):
δικαιολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
δικαιολογεομαι
IDX:
8407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8411
Key:
dikaiologe/omai
Data
{'content': 'δικαιολογέομαι\n λόγος\n Dep. to plead oneʼs cause before the judge, Aeschin.\n in Act., οἱ δικαιολογοῦντες advocates, Luc.', 'key': 'dikaiologe/omai'}