Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δίθυρσον
διΐημι
διιθύνω
διϊκνέομαι
Δίϊος
Διιπετής
Διιπετής
διιστέος
διΐστημι
διϊσχυρίζομαι
διιτέος
Διιτρεφής
δικάζω
δικαιοκρισία
δικαιολογέομαι
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
δικαιοπραγία
δίκαιος
δικαιοσύνη
View word page
διιτέος
διιτέος verbal Adj. of δίειμι one must go through, Plat.
ShortDef
one must go through
Debugging
Headword:
διιτέος
Headword (normalized):
διιτέος
Headword (normalized/stripped):
διιτεος
IDX:
8403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8407
Key:
diϊte/os
Data
{'content': 'διιτέος\n verbal Adj. of δίειμι\n one must go through, Plat.', 'key': 'diϊte/os'}