Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθύραμβος
δίθυρος
δίθυρσον
διΐημι
διιθύνω
διϊκνέομαι
Δίϊος
Διιπετής
Διιπετής
διιστέος
διΐστημι
διϊσχυρίζομαι
διιτέος
Διιτρεφής
δικάζω
δικαιοκρισία
δικαιολογέομαι
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
View word page
διιστέος
διιστέος δι-ϊστέος, ον verb. adj. of δίοιδα one must learn, Eur.
ShortDef
one must learn
Debugging
Headword:
διιστέος
Headword (normalized):
διιστέος
Headword (normalized/stripped):
διιστεος
IDX:
8400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8404
Key:
diiste/os
Data
{'content': 'διιστέος\n δι-ϊστέος, ον\n verb. adj. of δίοιδα\n one must learn, Eur.', 'key': 'diiste/os'}