Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διθάλασσος
δίθηκτος
δίθρονος
Διθυραμβογενής
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθύραμβος
δίθυρος
δίθυρσον
διΐημι
διιθύνω
διϊκνέομαι
Δίϊος
Διιπετής
Διιπετής
διιστέος
διΐστημι
διϊσχυρίζομαι
διιτέος
Διιτρεφής
δικάζω
δικαιοκρισία
View word page
διϊκνέομαι
διϊκνέομαι fut. -ίξομαι aor2 -ικόμην Dep. to go through, penetrate, Plut.:— to reach, with missiles, Thuc. in speaking, to go through, recount, Il.
ShortDef
go through, penetrate
Debugging
Headword:
διϊκνέομαι
Headword (normalized):
διϊκνέομαι
Headword (normalized/stripped):
διικνεομαι
IDX:
8396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8400
Key:
diikne/omai
Data
{'content': 'διϊκνέομαι\n fut. -ίξομαι\n aor2 -ικόμην\n Dep. to go through, penetrate, Plut.:— to reach, with missiles, Thuc.\n in speaking, to go through, recount, Il.', 'key': 'diikne/omai'}