Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἰναρέτης
αἴνεσις
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
αἰνητός
αἴνιγμα
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτήριος
αἰνικτός
αἰνίσσομαι
αἰνοβίας
αἰνόγαμος
αἰνόθεν
αἰνόθρυπτος
αἰνολαμπής
αἰνόλεκτρος
αἰνολέων
αἰνόλινος
View word page
αἰνικτήριος
αἰνικτήριος from αἰνίσσομαι known from the adv. -ίως, in riddles, Aesch.

ShortDef

in riddles

Debugging

Headword:
αἰνικτήριος
Headword (normalized):
αἰνικτήριος
Headword (normalized/stripped):
αινικτηριος
IDX:
840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n840
Key:
ai)nikth/rios

Data

{'content': 'αἰνικτήριος\n from αἰνίσσομαι\n known from the adv. -ίως, in riddles, Aesch.', 'key': 'ai)nikth/rios'}