Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διήκω
διημερεύω
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
διήρης
διηχέω
διθάλασσος
δίθηκτος
δίθρονος
Διθυραμβογενής
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθύραμβος
δίθυρος
δίθυρσον
διΐημι
διιθύνω
διϊκνέομαι
Δίϊος
Διιπετής
Διιπετής
View word page
Διθυραμβογενής
Διθυραμβογενής Δῑθῠραμβο-γενής, οῦ, γίγνομαι Bacchus-born, Anth.

ShortDef

dithyramb born

Debugging

Headword:
Διθυραμβογενής
Headword (normalized):
διθυραμβογενής
Headword (normalized/stripped):
διθυραμβογενης
IDX:
8389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8393
Key:
*diqurambogenh/s

Data

{'content': 'Διθυραμβογενής\n Δῑθῠραμβο-γενής, οῦ,\n γίγνομαι\n Bacchus-born, Anth.', 'key': '*diqurambogenh/s'}