Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διηθέω
διήκω
διημερεύω
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
διήρης
διηχέω
διθάλασσος
δίθηκτος
δίθρονος
Διθυραμβογενής
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθύραμβος
δίθυρος
δίθυρσον
διΐημι
διιθύνω
διϊκνέομαι
Δίϊος
Διιπετής
View word page
δίθρονος
δίθρονος δί-θρονος, ον two-throned, Ἀχαιῶν δ. κράτος the two-throned might of the Achaeans, i. e. the brother-kings, Aesch.

ShortDef

two-throned

Debugging

Headword:
δίθρονος
Headword (normalized):
δίθρονος
Headword (normalized/stripped):
διθρονος
IDX:
8388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8392
Key:
di/qronos

Data

{'content': 'δίθρονος\n δί-θρονος, ον\n two-throned, Ἀχαιῶν δ. κράτος the two-throned might of the Achaeans, i. e. the brother-kings, Aesch.', 'key': 'di/qronos'}