Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διήγησις
διηθέω
διήκω
διημερεύω
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
διήρης
διηχέω
διθάλασσος
δίθηκτος
δίθρονος
Διθυραμβογενής
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθύραμβος
δίθυρος
δίθυρσον
διΐημι
διιθύνω
διϊκνέομαι
Δίϊος
View word page
δίθηκτος
δίθηκτος δί-θηκτος, ον two-edged, ξίφος Aesch.

ShortDef

two-edged

Debugging

Headword:
δίθηκτος
Headword (normalized):
δίθηκτος
Headword (normalized/stripped):
διθηκτος
IDX:
8387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8391
Key:
di/qhktos

Data

{'content': 'δίθηκτος\n δί-θηκτος, ον\n two-edged, ξίφος Aesch.', 'key': 'di/qhktos'}