Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἱμωπός
αἰναρέτης
αἴνεσις
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
αἰνητός
αἴνιγμα
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτήριος
αἰνικτός
αἰνίσσομαι
αἰνοβίας
αἰνόγαμος
αἰνόθεν
αἰνόθρυπτος
αἰνολαμπής
αἰνόλεκτρος
αἰνολέων
View word page
αἰνίζομαι
αἰνίζομαι usually dep., = αἰνέω, Hom.:—act. αἰνίζω, Anth.

ShortDef

(αἰνέω) praise

Debugging

Headword:
αἰνίζομαι
Headword (normalized):
αἰνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αινιζομαι
IDX:
839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n839
Key:
ai)ni/zw

Data

{'content': 'αἰνίζομαι\n usually dep., = αἰνέω, Hom.:—act. αἰνίζω, Anth.', 'key': 'ai)ni/zw'}