Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δίζυξ
δίζω
δίζωος
διηγέομαι
διήγησις
διηθέω
διήκω
διημερεύω
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
διήρης
διηχέω
διθάλασσος
δίθηκτος
δίθρονος
Διθυραμβογενής
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθύραμβος
δίθυρος
δίθυρσον
View word page
διηπειρόω
διηπειρόω fut. ώσω to make dry land of, Anth.
ShortDef
to make dry land of
Debugging
Headword:
διηπειρόω
Headword (normalized):
διηπειρόω
Headword (normalized/stripped):
διηπειροω
IDX:
8383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8387
Key:
dihpeiro/w
Data
{'content': 'διηπειρόω\n fut. ώσω\n to make dry land of, Anth.', 'key': 'dihpeiro/w'}