Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διέχω
διεψευσμένως
δίζημαι
δίζυξ
δίζω
δίζωος
διηγέομαι
διήγησις
διηθέω
διήκω
διημερεύω
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
διήρης
διηχέω
διθάλασσος
δίθηκτος
δίθρονος
Διθυραμβογενής
διθυραμβοδιδάσκαλος
View word page
διημερεύω
διημερεύω fut. σω to stay through the day, pass the day, Plat., Xen.
ShortDef
to stay through the day, pass the day
Debugging
Headword:
διημερεύω
Headword (normalized):
διημερεύω
Headword (normalized/stripped):
διημερευω
IDX:
8380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8384
Key:
dihmereu/w
Data
{'content': 'διημερεύω\n fut. σω\n to stay through the day, pass the day, Plat., Xen.', 'key': 'dihmereu/w'}