αἰνιγμός
αἰνιγμός
= αἴνιγμα
a riddle, διʼ αἰνιγμῶν ἐρεῖν Ar.; ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν Eur.
{
"content": "αἰνιγμός\n = αἴνιγμα\n a riddle, διʼ αἰνιγμῶν ἐρεῖν Ar.; ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν Eur.",
"key": "ai)nigmo/s"
}