Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἵμων
αἱμωπός
αἰναρέτης
αἴνεσις
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
αἰνητός
αἴνιγμα
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτήριος
αἰνικτός
αἰνίσσομαι
αἰνοβίας
αἰνόγαμος
αἰνόθεν
αἰνόθρυπτος
αἰνολαμπής
αἰνόλεκτρος
View word page
αἰνιγμός
αἰνιγμός = αἴνιγμα a riddle, διʼ αἰνιγμῶν ἐρεῖν Ar.; ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν Eur.

ShortDef

a riddle

Debugging

Headword:
αἰνιγμός
Headword (normalized):
αἰνιγμός
Headword (normalized/stripped):
αινιγμος
IDX:
838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n838
Key:
ai)nigmo/s

Data

{'content': 'αἰνιγμός\n = αἴνιγμα\n a riddle, διʼ αἰνιγμῶν ἐρεῖν Ar.; ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν Eur.', 'key': 'ai)nigmo/s'}