Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διευθύνω
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευλαβητέος
διευνάω
διευσχημονέω
διευτυχέω
διέχω
διεψευσμένως
δίζημαι
δίζυξ
δίζω
δίζωος
διηγέομαι
διήγησις
διηθέω
διήκω
διημερεύω
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
View word page
δίζυξ
δίζυξ δί-ζυξ, ζῠγος, ὁ, ἡ, ζυγόν double-yoked, ἵπποι Il.: double, Anth.

ShortDef

double-yoked

Debugging

Headword:
δίζυξ
Headword (normalized):
δίζυξ
Headword (normalized/stripped):
διζυξ
IDX:
8373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8377
Key:
di/zuc

Data

{'content': 'δίζυξ\n δί-ζυξ, ζῠγος, ὁ, ἡ,\n ζυγόν\n double-yoked, ἵπποι Il.: double, Anth.', 'key': 'di/zuc'}