Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διεσθίω
διεσκεμμένως
διετήσιος
διετής
διετία
διευθύνω
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευλαβητέος
διευνάω
διευσχημονέω
διευτυχέω
διέχω
διεψευσμένως
δίζημαι
δίζυξ
δίζω
δίζωος
διηγέομαι
διήγησις
διηθέω
View word page
διευσχημονέω
διευσχημονέω fut. ήσω to preserve decorum, Plut.
ShortDef
to preserve decorum
Debugging
Headword:
διευσχημονέω
Headword (normalized):
διευσχημονέω
Headword (normalized/stripped):
διευσχημονεω
IDX:
8368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8372
Key:
dieusxhmone/w
Data
{'content': 'διευσχημονέω\n fut. ήσω\n to preserve decorum, Plut.', 'key': 'dieusxhmone/w'}